πλήγιασμα

πλήγιασμα
το, Ν [πληγιάζω]
το αποτέλεσμα τού πληγιάζω, εξέλκωση, πληγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθέλκωσις — καθέλκωσις, ἡ (Α) [καθελκούμαι] το αποτέλεσμα τού καθελκούμαι*, έλκωση, πλήγιασμα …   Dictionary of Greek

  • περίβρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιβιβρώσκω] η έλκωση, το πλήγιασμα παντού …   Dictionary of Greek

  • έλκωση — η 1. ο σχηματισμός έλκους, το πλήγιασμα. 2. το ίδιο το έλκος, η πληγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέλκωση — η 1. ο σχηματισμός (δημιουργία) έλκους, το πλήγιασμα. 2. (ιατρ.), επιπόλαιη έλκωση της επιδερμίδας από διάρρηξη φυσαλίδας ή φλύκταινας που δεν αφήνει ουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”